μνηστεία: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnisteia
|Transliteration C=mnisteia
|Beta Code=mnhstei/a
|Beta Code=mnhstei/a
|Definition=ἡ, [[wooing]], [[courtship]], <span class="bibl">Antip.Stoic.3.254</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.1.2</span> (pl.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>30</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.14</span>; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>18.7.1</span>: [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀμνηστία]] in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>239c</span>.
|Definition=ἡ, [[wooing]], [[courtship]], Antip.Stoic.3.254, J.''AJ''17.1.2 (pl.), Plu.''Cat.Mi.''30, Luc.''DDeor.''20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.''AJ''18.7.1: [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἀμνηστία]] in Pl.''Mx.''239c.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστεία Medium diacritics: μνηστεία Low diacritics: μνηστεία Capitals: ΜΝΗΣΤΕΙΑ
Transliteration A: mnēsteía Transliteration B: mnēsteia Transliteration C: mnisteia Beta Code: mnhstei/a

English (LSJ)

ἡ, wooing, courtship, Antip.Stoic.3.254, J.AJ17.1.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.30, Luc.DDeor.20.14; πλεῖν ἐπὶ μνηστείᾳ τῶν ἴσων J.AJ18.7.1: f.l. for ἀμνηστία in Pl.Mx.239c.

German (Pape)

[Seite 195] ἡ, das Freien, die Werbung; Plut. Cat. min. 30; Luc. D. D. 20, 14. – Plat. Menex. 239 c ist ἔτι τ' ἐστὶν ἐν μνηστείᾳ richtige Lesart für ἀμνηστία, wonach man noch strebt.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
recherche en mariage.
Étymologie: μνηστεύω.

Russian (Dvoretsky)

μνηστεία:
1 старание, домогательство: ἔτι ἐν μνηστείᾳ εἶναι Plat. быть все еще предметом домогательств, т. е. не быть еще достигнутым;
2 искание руки, сватовство Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστεία: ἡ, ζήτησις γυναικός, ἀρραβώνισμα, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 30, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 14· μεταφορ., ἐπὶ μεγάλων γεγονότων, ἔτι ἐν μν. εἶναι, ἀκόμη ἐπιζητοῦσι τὴν εὔνοιαν τοῦ ποιητοῦ, Πλάτ. Μενέξ. 239C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μνήστεια· γάμου δῶρα».

Greek Monolingual

η (ΑΜ μνηστεία) μνηστεύω
νεοελλ.
ο χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου είναι κανείς αρραβωνιασμένος («η μνηστεία μου διήρκεσε δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
αμοιβαία υπόσχεση σύναψης γάμου, αρραβώνας («εκείνας τας ημέρας έγινεν η μνηστεία και μετ' ολίγον... ο γάμος», Παπαδ.)
μσν.
φρ. «λαμβάνω κάποιον εἰς μνηστείαν» — μνηστεύομαι
μσν.-αρχ.
το να ζητά κανείς γυναίκα σε γάμο.

Greek Monotonic

μνηστεία: ἡ, αναζήτηση γυναίκας για γάμο, φλερτάρισμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μνηστεία, ἡ,
a wooing, courting, Plat.