ἀντωνυμία: Difference between revisions
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antonymia | |Transliteration C=antonymia | ||
|Beta Code=a)ntwnumi/a | |Beta Code=a)ntwnumi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pronoun]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''6, Plu.2.1009c, etc.; <b class="b3">περὶ ἀντωνυμίας</b>, title of work by A.D.<br><span class="bld">II</span> [[interchange of names]], Dam.''Pr.''73. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A pronoun, D.H.Comp.6, Plu.2.1009c, etc.; περὶ ἀντωνυμίας, title of work by A.D.
II interchange of names, Dam.Pr.73.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 gram. pronombre D.H.Comp.29.20, Plu.2.1009c, Alex.Aphr.in SE 34.25, Origenes M.17.284B, Eus.E.Th.2.19, Gr.Shorthand Man.624, περὶ ἀντωνυμίας tít. de una obra de Apolonio Díscolo, A.D.Pron.3.
2 sustituto, sinónimo de los diferentes términos aplicados a la substancia, Leont.Byz.M.86.1309B, 1904C, Dam.Pr.73.
German (Pape)
[Seite 265] (ὄνομα), ἡ, das Pronomen, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
t. de gramm. pronom personnel.
Étymologie: ἀντώνυμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντωνῠμία: ἡ грам. местоимение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντωνῠμία: ἡ, «ὁριστέον ουν τὴν ἀντωνυμίαν ὧδε· ‘λέξιν ἀντ’ ὀνόματος προσώπων ὡρισμένων παραστατικήν, διάφορον κατὰ τὴν πτῶσιν καὶ ἀριθμόν, ὅτι καὶ γένους ἐστὶ κατὰ τὴν φωνὴν ἀπαρέμφατος’» Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 10Α, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 2, Πλούτ. 2. 1009C.
Greek Monolingual
η (AM ἀντωνυμία)
κλιτό μέρος του λόγου, κλιτή λέξη χρησιμοποιούμενη αντί ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου που δεν αναφέρεται στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωνυμία < -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. επωνυμία μετωνυμία κ.ά.)].
Mantoulidis Etymological
(=λέξη πού χρησιμοποιεῖται ἀντί γιά ὄνομα). Ἀπό τό ἀντί + ὄνομα.