θημών: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thimon
|Transliteration C=thimon
|Beta Code=qhmw/n
|Beta Code=qhmw/n
|Definition=ῶνος, ὁ, (τίθημι) [[heap]], ἠΐων θημῶνα… καρφαλέων <span class="bibl">Od.5.368</span>; θ. ἀχύρων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>344a26</span>; θημῶνα νηῆσαι <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.496</span>, cf. Ph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>8.7</span>: pl., <span class="bibl">Ph.2.97</span>.
|Definition=ῶνος, ὁ, ([[τίθημι]]) [[heap]], ἠΐων θημῶνα… καρφαλέων Od.5.368; θ. ἀχύρων [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''344a26; θημῶνα νηῆσαι Opp.''H.''4.496, cf. Ph. ap. Eus.''PE''8.7: pl., Ph.2.97.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θημών Medium diacritics: θημών Low diacritics: θημών Capitals: ΘΗΜΩΝ
Transliteration A: thēmṓn Transliteration B: thēmōn Transliteration C: thimon Beta Code: qhmw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (τίθημι) heap, ἠΐων θημῶνα… καρφαλέων Od.5.368; θ. ἀχύρων Arist.Mete.344a26; θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97.

German (Pape)

[Seite 1208] ῶνος, ὁ, das Zusammengelegte (τίθημι), der Haufen, nach Eust. eigtl. vom Korn, ἠΐων καρφαλέων Od. 5, 368; ἀχύρων Arist. Meteor. 1, 7, Sp., wie Opp. H. 4, 496. Vgl. θωμός.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
tas de blé, meule de paille.
Étymologie: R. Θε, poser, placer, v. τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θημών: ώνος ὁ куча, груда (ἠΐων καρφαλέων Hom.; ἀχύρων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι) ὡς τὸ θωμός, σωρός, ὡς δ’ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων Ὀδ. Ε.368· θ. ἀχύρων Ἀριστ. μετεωρ. 1. 7, 5· θημῶνα νηῆσαι Ὀππ. Ἁλ. 4. 496, πρβλ. Φίλωνα 2. 629.

Greek Monolingual

θημών, ὁ (Α)
σωρός («ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»].

Greek Monotonic

θημών: -ῶνος, ὁ (τίθημι), σωρός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

θημών, ῶνος, τίθημι
a heap, Od.