Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σιαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sialodis
|Transliteration C=sialodis
|Beta Code=sialw/dhs
|Beta Code=sialw/dhs
|Definition=ες, (σίαλον) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like slaver]], [[slavering]], Hp.<span class="title">Morb. Sacr.</span>5, <span class="bibl">D.P.791</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (σίαλος) [[fat]], σκυλάκια Hp.<span class="title">Steril.</span>217.</span>
|Definition=σιαλώδες, ([[σίαλον]])<br><span class="bld">A</span> [[like slaver]], [[slavering]], Hp.''Morb. Sacr.''5, D.P.791.<br><span class="bld">II</span> ([[σίαλος]]) [[fat]], σκυλάκια Hp.''Steril.''217.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σιαλώδης -ες [σίαλον, -είδης] [[slijmerig]].
|elnltext=σιαλώδης -ες [σίαλον, -είδης] [[slijmerig]].
}}
}}

Revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾰλώδης Medium diacritics: σιαλώδης Low diacritics: σιαλώδης Capitals: ΣΙΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: sialṓdēs Transliteration B: sialōdēs Transliteration C: sialodis Beta Code: sialw/dhs

English (LSJ)

σιαλώδες, (σίαλον)
A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791.
II (σίαλος) fat, σκυλάκια Hp.Steril.217.

German (Pape)

[Seite 877] ες, speichelartig, voll Speichel, Geifer, Sp.; – fettartig, fettig, schmalzig, χύλος, D. Per. 791.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾰλώδης: -ες, (σίαλον) ὁ ὅμοιος πρὸς σίαλον, παράγον σίαλον, λιπαρός, Ἱππ. 304. 51, Διον. Π. 791. ΙΙ. (σίαλος) ὁ ὅμοιος μὲ πάχος, παχύς, Ἱππ. 678. 31.

Greek Monolingual

(I)
-ες / σιαλώδης, -ῶδες, ΝΑ σίαλον
αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο
2. γεμάτος σάλιο
3. αυτός που παράγει σάλιο.
(II)
-ῶδες, Α σίαλος (ΙΙ)]
ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιαλώδης -ες [σίαλον, -είδης] slijmerig.