σποραδικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sporadikos
|Transliteration C=sporadikos
|Beta Code=sporadiko/s
|Beta Code=sporadiko/s
|Definition=ή, όν, [[scattered]], i.e. not living in communities, [[θηρία]], [[ζῷα]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1256a23</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>488a3</span>; σποραδικοὶ ἀπολώλασι Th. <span class="bibl">2.4</span> as loosely cited by Gal.17(1).2.
|Definition=σποραδική, σποραδικόν, [[scattered]], i.e. not living in communities, [[θηρία]], [[ζῷα]], Arist.''Pol.''1256a23, ''HA''488a3; σποραδικοὶ ἀπολώλασι Th. 2.4 as loosely cited by Gal.17(1).2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σποραδικός --όν [σποράς] verspreid (van dieren die niet in kuddes leven).
|elnltext=σποραδικός -ή -όν [σποράς] verspreid (van dieren die niet in kuddes leven).
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορᾰδικός Medium diacritics: σποραδικός Low diacritics: σποραδικός Capitals: ΣΠΟΡΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: sporadikós Transliteration B: sporadikos Transliteration C: sporadikos Beta Code: sporadiko/s

English (LSJ)

σποραδική, σποραδικόν, scattered, i.e. not living in communities, θηρία, ζῷα, Arist.Pol.1256a23, HA488a3; σποραδικοὶ ἀπολώλασι Th. 2.4 as loosely cited by Gal.17(1).2.

German (Pape)

[Seite 924] zerstreu't; ζῷα, Thiere, die nicht gesellig sind, einzeln leben, Gegensatz ἀγελαῖα, Arist. pol. 1, 3, 3; νοσήματα, die zu allen Zeiten u. an allen Orten herrschen. Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dispersé ; sporadique (maladie).
Étymologie: σποράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποραδικός -ή -όν [σποράς] verspreid (van dieren die niet in kuddes leven).

Russian (Dvoretsky)

σπορᾰδικός: живущий рассеянно, держащийся в одиночку (ζῷα Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σποραδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σποράς, -άδος]
1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῖα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.)
2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε οποιονδήποτε χρόνο και προσβάλλει μικρό αριθμό ατόμων διάσπαρτων μέσα σε έναν πληθυσμό, σε αντιδιαστολή προς τον ενδημικό και τον επιδημικό («σποραδικά νοσήματα», Γαλ.)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε αραιά ή σε μη κανονικά χρονικά διαστήματα (α. «σποραδικοί πυροβολισμοί» β. «σποραδικές βροχές»).
επίρρ...
σποραδικώς / σποραδικῶς ΝΜΑ, και σποραδικά Ν
εδώ και εκεί, διάσπαρτα στον χώρο ή σε όχι κανονικά χρονικά διαστήματα.

Greek Monotonic

σπορᾰδικός: -ή, -όν, διασκορπισμένος, διάσπαρτος· τὰ σποραδικὰ ζῷα, αντίθ. προς τὰ ἀγελαῖα (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σπορᾰδικός: -ή, -όν, διεσπαρμένος, κατοικῶν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, τὰ σπ. ζῷα, ἀντίθετον τῷ τὰ ἀγελαῖα, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 5, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23· ἐπὶ νόσων διεσπαρμένων, δηλ. ἐν παντὶ τόπῳ ὑπαρχουσῶν, οὐχὶ ἐνδημικῶν (ἴδε σπορὰς ἐν τέλ.), Γαλην.

Middle Liddell

σπορᾰδικός, ή, όν
scattered, τὰ σπ. ζῷα, opp. to τὰ ἀγελαῖα (gregarious), Arist.