ποταμόρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potamorrytos | |Transliteration C=potamorrytos | ||
|Beta Code=potamo/rrutos | |Beta Code=potamo/rrutos | ||
|Definition= | |Definition=ποταμόρρυτον ([[ῥέω]])<br><span class="bld">A</span> [[watered by rivers]], Phryn.''PS''p.103B.<br><span class="bld">II</span> [[washed down by rivers]], κασσίτερος Scymn.165. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ποταμόρρυτον (ῥέω)
A watered by rivers, Phryn.PSp.103B.
II washed down by rivers, κασσίτερος Scymn.165.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόρρυτος: -ον, (ῥέω) ὁ διαρρεόμενος ὑπὸ ποταμῶν, «ποταμόρρυτος γῆ: ἡ διαρρεομένη ποταμοῖς» Α. Β. 60. ΙΙ. ὁ ὑπὸ ποταμῶν καταφερόμενος, κασσίτερος Σκύμν. 164· ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596 (ἔνθα ποταμήρυτος).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς
2. (για πράγμ.) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («ποταμόρρυτος κασσίτερος», Σκύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος].
German (Pape)
von Strömen od. einem Strome durchflossen; Scymn. Chius 165; Phryn. in B.A. 60.