βλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "op." to "op.")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vlastikos
|Transliteration C=vlastikos
|Beta Code=blastiko/s
|Beta Code=blastiko/s
|Definition=ή, όν, [[budding]], [[sprouting]], <span class="bibl">Id.<span class="title">HP</span>3.12.8</span>: Sup., dub. in <span class="bibl">Id.<span class="title">CP</span>1.13.10</span>; [[furthering growth]], ὥρα <span class="title">Gp.</span>9.9.3 (Comp.); κίνησις Herm. ap. Stob.1.41.7.
|Definition=βλαστική, βλαστικόν, [[budding]], [[sprouting]], Id.''HP''3.12.8: Sup., dub. in Id.''CP''1.13.10; [[furthering growth]], ὥρα ''Gp.''9.9.3 (Comp.); κίνησις Herm. ap. Stob.1.41.7.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστικός Medium diacritics: βλαστικός Low diacritics: βλαστικός Capitals: ΒΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: blastikós Transliteration B: blastikos Transliteration C: vlastikos Beta Code: blastiko/s

English (LSJ)

βλαστική, βλαστικόν, budding, sprouting, Id.HP3.12.8: Sup., dub. in Id.CP1.13.10; furthering growth, ὥρα Gp.9.9.3 (Comp.); κίνησις Herm. ap. Stob.1.41.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está a punto de brotar (φύλλον) Thphr.HP 3.12.8.
2 fértil τόποι Gp.9.9.3, cf. 4, 8.
3 vegetativo op. ζωτικός: κίνησις Corp.Herm.Fr.15.5.

German (Pape)

[Seite 448] dasselbe, keimend, Theophr.; das Keimen befördernd, Id.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 12, 8. 2) προάγων τὴν αὔξησιν, ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 63· ὥρα Γεωπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί στη βλάστηση
νεοελλ.
1. εκείνος που ανήκει στον βλαστό ή στη βλάστηση
2. ιστός που διαθέτει έντονη αναπαραγωγική ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός ή < βλαστάνω.