ὑπεραχθής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperachthis | |Transliteration C=yperachthis | ||
|Beta Code=u(peraxqh/s | |Beta Code=u(peraxqh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπεραχθές,<br><span class="bld">A</span> [[overburdened]], Theoc.11.37.<br><span class="bld">II</span> [[very heavy]], φόρτος Nic.''Th.''342; πτερύγων ῥιπή Opp.''H.''5.263. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπεραχθές,
A overburdened, Theoc.11.37.
II very heavy, φόρτος Nic.Th.342; πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263.
German (Pape)
[Seite 1191] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chargé outre mesure, surchargé, accablé.
Étymologie: ὑπέρ, ἄχθος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεραχθής: перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραχθής: -ές, λίαν πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. βαρυφορτωμένος
2. πολύ βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπαχθής, καταχθής].
Greek Monotonic
ὑπεραχθής: -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος
overburdened, Theocr.