ὡρογράφος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orografos | |Transliteration C=orografos | ||
|Beta Code=w(rogra/fos | |Beta Code=w(rogra/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[writing history by seasons]] or [[years]], [[annalist]], Plu.2.869a; also [[précis]]-[[writer]] (or perhaps [[postmaster]]), | |Definition=[ᾰ], ὁ, [[writing history by seasons]] or [[years]], [[annalist]], Plu.2.869a; also [[précis]]-[[writer]] (or perhaps [[postmaster]]), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 710 (ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, writing history by seasons or years, annalist, Plu.2.869a; also précis-writer (or perhaps postmaster), POxy. 710 (ii B. C.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui écrit (l'histoire) par ordre d'années, l'annaliste, particul. l'annaliste municipal.
Étymologie: ὧρος, γράφω.
German (Pape)
[Seite 1414] die Geschichte nach Jahren ordnend, schreibend, erzählend, ein Annalist; Plut. de Her. malign. 36; Hesych.
Greek Monolingual
ο / ὡρογράφος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
συσκευή αυτόματης εκτύπωσης, πάνω σε κάρτα της ημερομηνίας, της ώρας και του λεπτού προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου στην και από την εργασία του
αρχ.
ιστοριογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -γράφος].
Greek (Liddell-Scott)
ὡρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, χρονογράφος, Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ ἔτος πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, ἔνθα ἴδε Wessel.· πρβλ. ὧρος (ἔτος).
Russian (Dvoretsky)
ὡρογράφος: (ᾰ) ὁ ὦρος летописец, анналист Plut.