Πάρος: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Paros | |Transliteration C=Paros | ||
|Beta Code=*pa/ros | |Beta Code=*pa/ros | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, [[Paros]], h.Ap.44, | |Definition=[ᾰ], ἡ, [[Paros]], h.Ap.44, ''Cer.''491:—Adj. Πάριος, α, ον<b class="b3">, Πάριος λίθος</b> ''Parian'' marble, Pi.''N.''4.81, Hdt.3.57; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, Paros, h.Ap.44, Cer.491:—Adj. Πάριος, α, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Paros, une des Cyclades.
Étymologie: ?
English (Slater)
Πᾰρος the island. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.
Greek Monotonic
Πάρος: [ᾰ], ἡ, Πάρος, νησί των Κυκλάδων, γνωστή για το λευκό της μάρμαρο, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Πάριος, -α, -ον, Πάριος λίθος, το Παριανό μάρμαρο, σε Πίνδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Πάρος: (ᾰ) ἡ Парос (один из Кикладских о-вов) HH, Her.
Middle Liddell
Πᾰ́ρος, ἡ,
Paros, one of the Cyclades, famous for its white marble, Hhymn.:—adj. Πάριος, η, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pind., Hdt.