ἀστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astefanos
|Transliteration C=astefanos
|Beta Code=a)ste/fanos
|Beta Code=a)ste/fanos
|Definition=ον, [[without crown]], [[ungarlanded]], mostly in token of defeat, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1137</span> (lyr.); ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span> 1021</span>.
|Definition=ἀστέφανον, [[without crown]], [[ungarlanded]], mostly in token of defeat, E.''Hipp.''1137 (lyr.); ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους Id.''Andr.'' 1021.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστέφᾰνος Medium diacritics: ἀστέφανος Low diacritics: αστέφανος Capitals: ΑΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: astéphanos Transliteration B: astephanos Transliteration C: astefanos Beta Code: a)ste/fanos

English (LSJ)

ἀστέφανον, without crown, ungarlanded, mostly in token of defeat, E.Hipp.1137 (lyr.); ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους Id.Andr. 1021.

Spanish (DGE)

(ἀστέφᾰνος) -ον
carente de coronas e.e. donde no se conceden premios ἀστέφανοι ... ἀνάπαυλαι E.Hipp.1138, ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνους E.Andr.1021
de pers. que no merecen premios ἀστεφάνους τεύχει Man.4.178.

German (Pape)

[Seite 375] ohne Kranz, unbekränzt, ἅμιλλαι d. i. unglücklich, Eur. Andr. 1021; vgl. Hipp. 1137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans couronne, càd sans succès.
Étymologie: , στέφανος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστέφᾰνος: не получивший венка, т. е. неудачный, без успеха (ἅμιλλαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀστέφανος: -ον, ἄνευ στεφάνου, κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς σημεῖον νίκης, Εὐρ. Ἱππ. 1137˙ ἁμίλλας ἔθετ’ ἀστεφάνους (nullos habitura triumphos) ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1020.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀστέφανος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει φορέσει στεφάνι, ο άγαμος
2. (για βαρέλι) εκείνο που δεν έχει στερεωθεί με στεφάνι από μέταλλο
αρχ.
αυτός που δεν κέρδισε το στεφάνι της νίκης, ο ηττημένος.

Greek Monotonic

ἀστέφᾰνος: -ον, αυτός που δεν έχει στεφάνι, αστεφάνωτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

without crown, ungarlanded, Eur.