λυχνάπτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lychnaptis
|Transliteration C=lychnaptis
|Beta Code=luxna/pths
|Beta Code=luxna/pths
|Definition=ου, ὁ, gloss on [[δᾳδοῦχος]], Hsch.: pl. misspelt [[λυχνάπτοι]], <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1453.4</span>, <span class="bibl">8</span> (i B. C.).
|Definition=λυχνάπτου, ὁ, ''Glossaria'' on [[δᾳδοῦχος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: pl. misspelt [[λυχνάπτοι]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1453.4, 8 (i B. C.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνάπτης Medium diacritics: λυχνάπτης Low diacritics: λυχνάπτης Capitals: ΛΥΧΝΑΠΤΗΣ
Transliteration A: lychnáptēs Transliteration B: lychnaptēs Transliteration C: lychnaptis Beta Code: luxna/pths

English (LSJ)

λυχνάπτου, ὁ, Glossaria on δᾳδοῦχος, Hsch.: pl. misspelt λυχνάπτοι, POxy.1453.4, 8 (i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

λυχνάπτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνάπτων τοὺς λύχνους, Ἡσύχ.· θηλ. -άπτρια, ἡ ἐπὶ τῶν λύχνων τῆς Δήμητρος ἐν Ἐλευσῖνι, Συλλ. Ἐπιγρ. 481· ― λυχναψία, ἡ, «λυχνοκαυτίαν δὲ ἣν οἱ πολλοὶ λέγουσι, λυχναψίαν Κηφισόδωρος ἐν Ὑῒ» (4), Ἀθήν. 701Α· καὶ κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1571, 22) «λέγει δὲ ὁ Ναυκρατίτης ῥήτωρ καὶ ὅτι λυχνοκαυτίαν ἔφη Κηφισόδωρος, ἣν οἱ πολλοὶ λυχναψίαν».

Greek Monolingual

λυχνάπτης, ὁ, θηλ. λυχνάπτρια (Α)
δαδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. κηριάπτης, φανάπτης].

German (Pape)

ὁ, Lichtanzünder, Hesych.