ποσθία: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=posthia | |Transliteration C=posthia | ||
|Beta Code=posqi/a | |Beta Code=posqi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[foreskin]], Ph.2.211.<br><span class="bld">II</span> [[stye on the eyelid]], Gal.12.741, Aët.7.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A foreskin, Ph.2.211.
II stye on the eyelid, Gal.12.741, Aët.7.84.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, das Gerstenkorn am Augenlide, Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: πόσθη.
Greek (Liddell-Scott)
ποσθία: ἡ, οἴδησίς τις τοπικὴ τοῦ βλεφάρου, ἄλλως κριθή, κοινῶς «κριθαράκι», πρὸς τὰς ἐπὶ τῶν βλεφάρων κριθάς, ἃς ποσθίας καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σ. 436, 457.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η ακροβυστία, η ακροποσθία
2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία.