διετήσιος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dietisios | |Transliteration C=dietisios | ||
|Beta Code=dieth/sios | |Beta Code=dieth/sios | ||
|Definition= | |Definition=διετήσιον, [[lasting through the year]], θυσίαι Th.2.38, cf. ''Inscr.Prien.''112.69 (i B. C.). Adv. [[διετησίως]] Ar.''Fr.''766. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
διετήσιον, lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. διετησίως Ar.Fr.766.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene lugar a lo largo de todo el año ἀγῶνες καὶ θυσίαι Th.2.38, cf. D.H.2.63, ἑορταί Luc.Merc.Cond.19, Poll.1.57, ὅτι μὴ καιροῖς τισι διετησίοις excepto en algunas ocasiones a lo largo del año D.H.1.15, cf. Hsch.
•de cultivos que dura o se mantiene todo el año op. ὡραῖα Ael.Ep.20, NA 3.10.
2 adv. -ως durante todo el año Ar.Fr.807.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui dure toute l'année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d'un bout à l'autre de l'année.
Étymologie: διά, ἔτος.
German (Pape)
das Jahr durch dauernd; ἀγῶνες καὶ θυσίαι Thuc. 2.38; Dion.Hal. 1.32. – Aber B.A. 35 wird das adv. aus Thuc. und Ar. angeführt, = δι' ἔτους, καθ' ἕκαστον ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
διετήσιος: длящийся в течение всего года (или круглый год), годичный (θυσίαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.
Greek Monolingual
διετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί έναν ολόκληρο χρόνο
2. αυτός που γίνεται όλο τον χρόνο.
Greek Monotonic
διετήσιος: -ον, αυτός που διαρκεί ή γίνεται μέσα σε ένα χρόνο, έτος, Λατ. perennis, σε Θουκ.