σκληρόδερμος: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sklirodermos | |Transliteration C=sklirodermos | ||
|Beta Code=sklhro/dermos | |Beta Code=sklhro/dermos | ||
|Definition= | |Definition=σκληρόδερμον, [[with hard skin]], Arist.''HA''558a4, al.: <b class="b3">τὰ σ.</b> [[crustacea]], ib.490a2, ''PA''657b30, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
σκληρόδερμον, with hard skin, Arist.HA558a4, al.: τὰ σ. crustacea, ib.490a2, PA657b30, al.
German (Pape)
[Seite 900] mit hartem Felle, harter Haut, Arist. H. A. 1, 5. 5, 33.
Russian (Dvoretsky)
σκληρόδερμος: покрытый жесткой оболочкой (ὀφθαλμοί Arst.): τὰ σκληρόδερμα (sc. ζῷα) Arst. жесткокожие.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρόδερμος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 33, 2, κ. ἀλλ.· τὰ σκληρόδερμα, τὰ μαλακόστρακα, ὡς ὁ κάραβος, αὐτόθι 1. 5, 10, π. Ζ. Μορ. 2. 13, 2, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληρόδερμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρό δέρμα («ἡ μὲν οὖν χελώνη τίκτει ᾠὰ σκληρόδερμα καὶ δίχροα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. αναίσθητος, ανάλγητος, χοντρόπετσος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκληρόδερμα
τα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύδερμος].