διειρωνόξενος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dieironoksenos | |Transliteration C=dieironoksenos | ||
|Beta Code=dieirwno/cenos | |Beta Code=dieirwno/cenos | ||
|Definition= | |Definition=διειρωνόξενον, ([[εἴρων]]) [[dissembling with one's guests]], [[treacherous under the mask of hospitality]], Ar.''Pax''623. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
διειρωνόξενον, (εἴρων) dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.
Spanish (DGE)
-ον
falso con los huéspedes de los laconios, Ar.Pax 623.
German (Pape)
[Seite 618] Fremde unter dem Schein der Gastfreundschaft betrügend, Ar. Pax 623, Schol. ἐξαπατῶντες τοὺς ξένους δι' εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe par une feinte hospitalité.
Étymologie: διά, εἰρωνεύομαι, ξένος.
Russian (Dvoretsky)
διειρωνόξενος: притворно-гостеприимный, т. е. обманывающий гостей Arph.
Greek (Liddell-Scott)
διειρωνόξενος: -ον, ὁ δι’ εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως ἐξαπατῶν τοὺς ξένους, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον φιλόξενος, πράγματι δὲ τὸ κακὸν αὐτῶν ἐπιζητῶν, περὶ τῶν Σπαρτιατῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 623· πρβλ. κατειρωνεύομαι.
Greek Monolingual
διειρωνόξενος, -ον (Α)
αυτός που εξαπατά τους ξένους με την ειρωνεία και την υποκρισία του.
Greek Monotonic
διειρωνόξενος: -ον, φαινομενικά φιλόξενος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
δι-ειρωνό-ξενος, ον adj
dissembling with one's guests, Ar.