καρφίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karfitis
|Transliteration C=karfitis
|Beta Code=karfi/ths
|Beta Code=karfi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[built of]] [[κάρφη]] (pl.): <b class="b3">θάλαμος κ</b>., of a swallow's nest, <span class="title">AP</span>10.4 (Marc. Arg.).
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[built of]] [[κάρφη]] (pl.): <b class="b3">θάλαμος κ.</b>, of a swallow's nest, ''AP''10.4 (Marc. Arg.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφίτης Medium diacritics: καρφίτης Low diacritics: καρφίτης Capitals: ΚΑΡΦΙΤΗΣ
Transliteration A: karphítēs Transliteration B: karphitēs Transliteration C: karfitis Beta Code: karfi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus dürren Halmen gemacht, θάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fait de brins de paille (nid).
Étymologie: κάρφος.

Russian (Dvoretsky)

καρφίτης: ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы (θάλαμος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρφίτης: -ου, ὁ, ᾠκοδομημένος ἐκ ξηρῶν χόρτων, θάλαμος κ., ἐπὶ τῆς φωλεᾶς χελιδόνος, Ἀνθ. Π. 10. 4· πρβλ. καρφηρός.

Greek Monolingual

καρφίτης, ὁ (Α)
ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» — η χελιδονοφωλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λογχίτης, μελιτίτης)].

Greek Monotonic

καρφίτης: -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρφίτης, ου,
built of dry straws, Anth. [from κάρφος