κίτρον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kitron
|Transliteration C=kitron
|Beta Code=ki/tron
|Beta Code=ki/tron
|Definition=τό, [[fruit of the]] [[κιτρέα]], [[citron]], cited as Lat. word by Pamphil. ap.<span class="bibl">Ath.3.85c</span>, cf. <span class="bibl">Gal.<span class="title">Vict.Att.</span>10</span>.
|Definition=τό, [[fruit]] of the [[κιτρέα]], [[citron]], cited as Lat. word by Pamphil. ap.Ath.3.85c, cf. Gal.''Vict.Att.''10.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίτρον Medium diacritics: κίτρον Low diacritics: κίτρον Capitals: ΚΙΤΡΟΝ
Transliteration A: kítron Transliteration B: kitron Transliteration C: kitron Beta Code: ki/tron

English (LSJ)

τό, fruit of the κιτρέα, citron, cited as Lat. word by Pamphil. ap.Ath.3.85c, cf. Gal.Vict.Att.10.

German (Pape)

[Seite 1443] τό, die Citrone, gewöhnlicher κιτρόμηλον od. μῆλον Μηδικόν genannt, Ath. III, 85 c; vgl. Lob. Phryn. 469.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
citron, fruit.
Étymologie: DELG emprunt au lat. citrum.

Greek (Liddell-Scott)

κίτρον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κιτρέας, τὸ λεμόνι καὶ τὸ νῦν καλούμενον κίτρον, Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 85C· ὡσαύτως, μῆλον Μηδικόν, καὶ κιτρόμηλον, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 469.

Greek Monolingual

το (Α κίτρον)
ο καρπός του δέντρου κιτριά
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο αποτελεί πιθ. παράλληλο δάνειο της Λατινικής, μέσω της Ετρουσκικής, με το ελλ. κέδρος.
ΠΑΡ. αρχ. κίτρεος
μσν.
κιτράτον μσν.-νεοελλ. κιτρέα / -ιά
νεοελλ.
κιτρικός.
ΣΥΝΘ. κιτρόμηλον
μσν.
κιτρόφυλλον, κιτρόφυτον, κιτρόχρους
νεοελλ.
κιτρέλαιο, κιτρολε(ι)μονάνθι, κιτρολε(ϊ)μονιά, κιτρολέ(ι)μονο, κιτρομηλιά, κιτροπαραγωγός].