εὐρυχαδής: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evrychadis | |Transliteration C=evrychadis | ||
|Beta Code=eu)ruxadh/s | |Beta Code=eu)ruxadh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐρυχαδές, ([[χανδάνω]]) [[wide-gaping]], [[wide-mouthed]], of cups, ''AP''6.305 (Leon.), Luc.''Lex.''7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐρυχαδές, (χανδάνω) wide-gaping, wide-mouthed, of cups, AP6.305 (Leon.), Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, breit klaffend, mit weiter, geräumiger Öffnung, κύλιξ Leon. Tar. 14 (VI, 305); Luc. Lex. 7. Vgl. εὐρυχανής u. εὐρυχανδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui contient largement, large, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χανδάνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠχᾰδής: χανδάνω широко разверстый, т. е. вместительный, емкий (ποτήριον Luc.; κύλιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυχᾰδής: -ές, (√ΧΑΔ, χανδάνω) μεγάλως χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Ἀνθ. Π. 6. 305, Λουκ. Λεξιφ. 7.
Greek Monolingual
εὐρυχαδής, -ές (Α)
(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγχαδής)].
Greek Monotonic
εὐρυχᾰδής: -ές (χαδεῖν), πλατύστομος, λέγεται για ποτήρια, σε Ανθ.