ἀμφηρικός: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfirikos | |Transliteration C=amfirikos | ||
|Beta Code=a)mfhriko/s | |Beta Code=a)mfhriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφηρική, ἀμφηρικόν, = [[ἀμφήρης]] ''ΙΙ'': <b class="b3">ἀκάτιον ἀ.</b> [[sculling-boat]], Th.4.67. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφηρική, ἀμφηρικόν, = ἀμφήρης ΙΙ: ἀκάτιον ἀ. sculling-boat, Th.4.67.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de remos en ambos lados, ἀκάτιον Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à double aviron, càd manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.
Étymologie: ἀμφί, ἐρέσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφηρικός: с двумя рядами весел, парновесельный (ἀκάτιον Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφηρικός: -ή, -όν, = ἀμφήρης, ΙΙ., ἀκάτιον ἀμφ., ἐλαφρὸν ἐφόλκιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἕκαστος ἐρέτης ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ ἁπλῶς δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀμφηρικός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφήρης
ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»).
Greek Monotonic
ἀμφηρικός: -ή, -όν, με κουπιά και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά κουπιά, λέγεται για βάρκα, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from ἀμφήρης
rowed on both sides, worked by sculls, of a boat, Thuc.