χρηστοήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=christoithis | |Transliteration C=christoithis | ||
|Beta Code=xrhstoh/qhs | |Beta Code=xrhstoh/qhs | ||
|Definition= | |Definition=χρηστοήθες, [[good-natured]], [[well-disposed]], Arist.''Rh.''1395b17, Ptol.''Tetr.''163, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
χρηστοήθες, good-natured, well-disposed, Arist.Rh.1395b17, Ptol.Tetr.163, al.
German (Pape)
[Seite 1376] ες, gutmüthig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'un caractère bon et honnête.
Étymologie: χρηστός, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
χρηστοήθης: добросердечный, добрый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστοήθης: -ες, χρηστὸς τὰ ἤθη, καλῆς διαθέσεως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 16.
Greek Monolingual
-όηθες, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].
Greek Monotonic
χρηστοήθης: -ες (ἦθος), χρηστός, αγαθός στα ήθη, σε Αριστ.
Middle Liddell
χρηστο-ήθης, ες ἦθος
well-disposed, Arist.