θάημα: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thaima | |Transliteration C=thaima | ||
|Beta Code=qa/hma | |Beta Code=qa/hma | ||
|Definition=[ | |Definition=[θᾱ], ατος, τό, Dor. for [[θέαμα]] ([[θήημα]]), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.''Ep.''10.33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:31, 25 August 2023
English (LSJ)
[θᾱ], ατος, τό, Dor. for θέαμα (θήημα), αἰπολικὸν θάημα Theoc. 1.56, cf. Aus.Ep.10.33.
German (Pape)
[Seite 1181] τό, dor. = θέαμα, Theocr. 1, 56, Αἰολικόν τι θάημα, wo die Kürze der ersten Sylbe auffällt, weshalb Porson τι auswarf.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dor. c. θέαμα.
Russian (Dvoretsky)
θάημα: (ᾱ) дор. = θέαμα.
Greek (Liddell-Scott)
θάημα: τό, κατὰ τὸν Ahr. γραπτέον θᾶμα = θέαμα, ἐν ἄλλῃ γραφῇ φέρεται θέημα (ἴδε ἔκδ. Meineke καὶ σημ. ἐν σ. 186), Θεόκρ. 1. 56.
Greek Monolingual
θάημα, το (Α)
θέαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θέαμα.
Greek Monotonic
θάημα: -ατος, τό, Δωρ. αντί θέαμα, θαύμα, θέαμα, έκπληξη σε Θεόκρ.