πα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pa | |Transliteration C=pa | ||
|Beta Code=pa | |Beta Code=pa | ||
|Definition=apoc. for <b class="b3">παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι</b>, | |Definition=apoc. for <b class="b3">παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι</b>, ''GDI''3536a20, 3542.11 (Cnidus). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).
Greek Monolingual
(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].
German (Pape)
[ᾱ], indef. = πη.