θεόκλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoklitos
|Transliteration C=theoklitos
|Beta Code=qeo/klhtos
|Beta Code=qeo/klhtos
|Definition=ον, [[sung by gods]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>5.92</span>.
|Definition=θεόκλητον, [[sung by gods]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.92.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκλητος Medium diacritics: θεόκλητος Low diacritics: θεόκλητος Capitals: ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: theóklētos Transliteration B: theoklētos Transliteration C: theoklitos Beta Code: qeo/klhtos

English (LSJ)

θεόκλητον, sung by gods, Nonn. D. 5.92.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott gerufen, Nonn. par. 1, 75; auch νηός, wo Gott angerufen wird, id.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκλητος: -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. μέλαθρον, ὁ οἶκος ἐν ᾧ γίνεται ἐπίκλησις τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεόκλητος, -ον)
(νεοελλ.-μσν.)
ο προορισμένος για κάποιο έργο σύμφωνα με τη θεία βούληση
αρχ.
1. αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («θεόκλητος ὑμέναιος», Νόνν.)
2. φρ. «θεόκλητον μέλαθρον» — ο οίκος στον οποίο επικαλείται κάποιος τον θεό (Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλητος (< καλώ), πρβλ. α-μετά-κλητος, αυτό-κλητος].