θαλασσοπόρος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalassoporos | |Transliteration C=thalassoporos | ||
|Beta Code=qalassopo/ros | |Beta Code=qalassopo/ros | ||
|Definition= | |Definition=θαλασσοπόρον, [[sea-faring]], AP6.27.7 (Theaet.), 9.376; ὑμέναιοι Musae.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
θαλασσοπόρον, sea-faring, AP6.27.7 (Theaet.), 9.376; ὑμέναιοι Musae.2.
German (Pape)
[Seite 1183] meerdurchwandernd; Mus. 2; Ep. ad. 385 (IX, 376).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui traverse la mer.
Étymologie: θάλασσα, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλασσοπόρος: переплывающий море (ναῦς, ναύτης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοπόρος: -ον, ὁ τὴν θάλασσαν διαπλέων, Ἀνθ. Π. 6. 27., 9. 376, Μουσαῖ. 2.
Greek Monolingual
ο (Α θαλασσοπόρος)
αυτός που πλέει διά μέσου της θάλασσας, ο ποντοπόρος
νεοελλ.
αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πορος (< πόρος), πρβλ. οδοιπόρος, πρωτοπόρος.
Greek Monotonic
θᾰλασσοπόρος: -ον, αυτός που διαπλέει τη θάλασσα, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
θᾰλασσο-πόρος, ον
sea-faring, Anth.