ἀριστόχειρ: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aristocheir | |Transliteration C=aristocheir | ||
|Beta Code=a)risto/xeir | |Beta Code=a)risto/xeir | ||
|Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[won by the stoutest hand]], ἀγών | |Definition=χειρος, ὁ, ἡ, [[won by the stoutest hand]], ἀγών [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]'' 935 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:50, 25 August 2023
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, won by the stoutest hand, ἀγών S.Aj. 935 (lyr.).
Spanish (DGE)
-χειρος
• Prosodia: [ᾰ-]
adj. que sirve para decidir cuál es el mejor guerrero ἁγών S.Ai.935.
German (Pape)
[Seite 353] ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet, Soph. Ai. 915, od. nach dem Schol. ὁ κρίνων, τίς ἐστιν ὁ ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα.
French (Bailly abrégé)
ειρος (ὁ, ἡ)
qui l'emporte par la vigueur de son bras.
Étymologie: ἄριστος, χείρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστόχειρ: χειρος adj. ведущийся руками лучших воинов (ἀγών Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, ἐν τῇ φράσει ἀγὼν ἀριστόχειρ, «ὁ κρίνων τίς ἐστιν ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 935.
Greek Monolingual
ἀριστόχειρ (-χειρος), ο (Α)
αυτός που κρίνει ποιος είναι άριστος στα χέρια, ποιος είναι πιο χειροδύναμος.
Greek Monotonic
ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό χέρι, ἀγών, σε Σοφ.