μαρμαρογλυφία: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=marmaroglyfia | |Transliteration C=marmaroglyfia | ||
|Beta Code=marmaroglufi/a | |Beta Code=marmaroglufi/a | ||
|Definition=ἡ, [[marble]] [[sculpture]], [[sculpture in marble]], | |Definition=ἡ, [[marble]] [[sculpture]], [[sculpture in marble]], Str.10.5.7. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, marble sculpture, sculpture in marble, Str.10.5.7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de sculpter un bloc de marbre.
Étymologie: μάρμαρος, γλύφω.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾱρογλῡφία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ γλύφειν ὁμοιώματα ἢ κοσμήματα ἐπὶ μαρμάρου, Στράβων 487.
Greek Monolingual
η (Α μαρμαρογλυφία)
η τέχνη της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -γλυφία (< -γλυφος < γλύφω)].
Greek Monotonic
μαρμᾰρογλῠφία: ἡ, σκάλισμα ή γλυπτική σε μάρμαρο, σε Στράβ.
Middle Liddell
μαρμᾰρο-γλῠφία, ἡ,
sculpture in marble, Strab.
German (Pape)
ἡ, das Hauen eines Bildes aus Marmor, Strab. X p. 487.