σχολαιότης: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=scholaiotis
|Transliteration C=scholaiotis
|Beta Code=sxolaio/ths
|Beta Code=sxolaio/ths
|Definition=ητος, ἡ, [[leisureliness]], [[laziness]], <span class="bibl">Th.2.18</span>, Chor.15.7 F.-R.
|Definition=-ητος, ἡ, [[leisureliness]], [[laziness]], Th.2.18, Chor.15.7 F.-R.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3.
|elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαιότης Medium diacritics: σχολαιότης Low diacritics: σχολαιότης Capitals: ΣΧΟΛΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: scholaiótēs Transliteration B: scholaiotēs Transliteration C: scholaiotis Beta Code: sxolaio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, leisureliness, laziness, Th.2.18, Chor.15.7 F.-R.

German (Pape)

[Seite 1058] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Thuc. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
lenteur.
Étymologie: σχολαῖος. {{elnl |elnltext=σχολαιότης -ητος, [[σχολαῖος] traagheid. Thuc. 2.18.3. }}

Russian (Dvoretsky)

σχολαιότης: ητος ἡ медлительность (κατὰ τὴν πορείαν Thuc.).

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α σχολαῖος
βραδύτητα, νωθρότητα.

Greek Monotonic

σχολαιότης: -ητος, ἡ, χρονοτριβή, βραδύτητα, αργοπορία, οκνηρία, ραθυμία, φυγοπονία, τεμπελιά, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαιότης: -ητος, ἡ, μέλλησις, βραδύτης, ἀργοπορία, ἡ κατὰ τὴν ἄλλην πορείαν σχολαιότης Θουκ. 2. 18.

Middle Liddell

σχολαιότης, ητος, ἡ,
leisureliness, laziness, Thuc.