καταφλεξίπολις: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafleksipolis | |Transliteration C=katafleksipolis | ||
|Beta Code=katafleci/polis | |Beta Code=katafleci/polis | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ὁ, ἡ, [[inflamer of cities]], of a courtesan, ''AP'' 5.1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, inflamer of cities, of a courtesan, AP 5.1.
Greek Monolingual
καταφλεξίπολις, ό, ἡ (Α)
μτφ. (για εταίρα) αυτή που κατακαίει τις πόλεις («καταφλεξίπολιν Σθενελαΐδα, τὴν βαρύμισθον», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ., του τύπου τερ-ψίμβροτος < θ. καταφλεξ- (πρβλ. κατα-φλέξ-ω, μέλλ. του καταφλέγω) + -πολις, ὁ, ἡ (< πόλις), πρβλ. σωσίπολις, ταραξίπολις].
Russian (Dvoretsky)
καταφλεξίπολις: ιος adj. f (ξῐ) поджигательница городов, зажигающая города (любовью) (sc. ἑταίρα Anth.).
German (Pape)
ἡ, die Städteverbrennerin, heißt eine Hetäre, Ep.adesp. 56 (V.2), die die ganze Stadt entflammt.