κοσμοκόμης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kosmokomis | |Transliteration C=kosmokomis | ||
|Beta Code=kosmoko/mhs | |Beta Code=kosmoko/mhs | ||
|Definition= | |Definition=κοσμοκόμου, ὁ, [[dressing the hair]], κτείς ''AP''6.247 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
κοσμοκόμου, ὁ, dressing the hair, κτείς AP6.247 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui orne ou arrange la coiffure.
Étymologie: κόσμος, κόμη.
German (Pape)
heißt der Kamm, das Haar ordnend, Philp. 18 (VI.247).
Russian (Dvoretsky)
κοσμοκόμης: ου adj. m причесывающий волосы, (вообще) расчесывающий (κτείς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοκόμης: -ου, ὁ, ὁ κοσμῶν, καλλωπίζων τὴν κόμην, κτεὶς Ἀνθ. Π. 6. 247.
Greek Monolingual
κοσμοκόμης, -ου, ὁ (Α)
(για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο-κόμης, κισσο-κόμης.
Greek Monotonic
κοσμοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), αυτός που στολίζει τα μαλλιά, σε Ανθ.