ἡμίγυμνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imigymnos
|Transliteration C=imigymnos
|Beta Code=h(mi/gumnos
|Beta Code=h(mi/gumnos
|Definition=ον, [[half-naked]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>14.3</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>24.8</span>.
|Definition=ἡμίγυμνον, [[half-naked]], Luc.''DMar.''14.3, Arr.''Ind.''24.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ.
|lsmtext='''ἡμίγυμνος:''' -ον, μισοντυμένος, [[ημίγυμνος]], σε Λουκ.· ομοίως, <i>ἡμιγύναιος</i>, <i>-ον</i>, σε Σουΐδ.· [[ἡμίγυνος]], <i>-ον</i>, σε Συνέσ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμί-γυμνος, ον<br />[[half]]-[[naked]], Luc.: so [[ἡμι-]][[γύναιος]], ον, Suid.; [[ἡμίγυνος]], ον, Synes.
|mdlsjtxt=ἡμί-γυμνος, ον<br />[[half]]-[[naked]], Luc.: so [[ἡμι-]][[γύναιος]], ον, Suid.; [[ἡμίγυνος]], ον, Synes.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίγυμνος Medium diacritics: ἡμίγυμνος Low diacritics: ημίγυμνος Capitals: ΗΜΙΓΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hēmígymnos Transliteration B: hēmigymnos Transliteration C: imigymnos Beta Code: h(mi/gumnos

English (LSJ)

ἡμίγυμνον, half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.

German (Pape)

[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίγῠμνος: полунагой Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.

Greek Monotonic

ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.

Middle Liddell

ἡμί-γυμνος, ον
half-naked, Luc.: so ἡμι-γύναιος, ον, Suid.; ἡμίγυνος, ον, Synes.