ὀρείκτιτος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreiktitos | |Transliteration C=oreiktitos | ||
|Beta Code=o)rei/ktitos | |Beta Code=o)rei/ktitos | ||
|Definition= | |Definition=ὀρείκτιτον, [[dwelling in the mountains]], σῦς Pi.''Fr.''313. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀρείκτιτον, dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.
English (Slater)
ὀρείκτιτος mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.
Greek Monolingual
ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεόκτιτος].
Russian (Dvoretsky)
ὀρείκτῐτος: Pind. v.l. = ὀρικτίτης.