βραδυσκελής: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vradyskelis | |Transliteration C=vradyskelis | ||
|Beta Code=braduskelh/s | |Beta Code=braduskelh/s | ||
|Definition= | |Definition=βραδυσκελές, [[slow of leg]], Ἥφαιστε ''AP''6.101 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
βραδυσκελές, slow of leg, Ἥφαιστε AP6.101 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ές
de paso lento βραδυσκελὴς Ἥφαιστε AP 6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 461] ές, langsam, schwerfüßig, Hephästus, Philip. 13 (VI, 101).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux jambes lentes, à la marche lente.
Étymologie: βραδύς, σκέλος.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδυσκελής: медленно передвигающий ноги (Ἠφαιστος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυσκελής: -ές, βραδύπους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 101.
Greek Monolingual
βραδυσκελής, -ές (Α)
ο βραδύπους.
Greek Monotonic
βρᾰδυσκελής: -ές (σκέλος) = βραδύπους, αργός στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ.