μελανόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanogrammos
|Transliteration C=melanogrammos
|Beta Code=melano/grammos
|Beta Code=melano/grammos
|Definition=ον, [[with black stripes]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>298</span>.
|Definition=μελανόγραμμον, [[with black stripes]], Arist.''Fr.''298.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόγραμμος Medium diacritics: μελανόγραμμος Low diacritics: μελανόγραμμος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: melanógrammos Transliteration B: melanogrammos Transliteration C: melanogrammos Beta Code: melano/grammos

English (LSJ)

μελανόγραμμον, with black stripes, Arist.Fr.298.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzen Linien, Strichen, Arist. bei Ath. VII, 313 c.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόγραμμος: с черными полосами Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόγραμμος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας γραμμὰς ἢ λωρίδας, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282.

Greek Monolingual

μελανόγραμμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομόγραμμος, ποικιλόγραμμος)].