εὔνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eynymfos
|Transliteration C=eynymfos
|Beta Code=eu)/numfos
|Beta Code=eu)/numfos
|Definition=ον, [[of a fair bride]], λέχος <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>2.175.
|Definition=εὔνυμφον, [[of a fair bride]], λέχος ''Cat.Cod.Astr.''2.175.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔνυμφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε ωραία [[νύφη]] ή που έχει ωραία [[νύφη]] («εὔνυμφον [[λέχος]]» — [[κρεβάτι]] ωραίας νύφης ή που έχει ωραία [[νύφη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νύμφη]].
|mltxt=[[εὔνυμφος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε ωραία [[νύφη]] ή που έχει ωραία [[νύφη]] («εὔνυμφον [[λέχος]]» — [[κρεβάτι]] ωραίας νύφης ή που έχει ωραία [[νύφη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νύμφη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔνυμφος Medium diacritics: εὔνυμφος Low diacritics: εύνυμφος Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: eúnymphos Transliteration B: eunymphos Transliteration C: eynymfos Beta Code: eu)/numfos

English (LSJ)

εὔνυμφον, of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.

Greek Monolingual

εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.