κισσοποίητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissopoiitos | |Transliteration C=kissopoiitos | ||
|Beta Code=kissopoi/htos | |Beta Code=kissopoi/htos | ||
|Definition= | |Definition=κισσοποίητον, [[made of ivy]], δούρατα Luc.''Bacch.''1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
κισσοποίητον, made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.
German (Pape)
[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.
Russian (Dvoretsky)
κισσοποίητος: атт. κιττο-ποίητος 2 сделанный из плюща (δόρατα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
Greek Monolingual
κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].
Greek Monotonic
κισσοποίητος: -ον (ποιέω), φτιαγμένος από κισσό, σε Ομηρ. Ύμν., Λουκ.