ἑκκαιδεκάδωρος: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekkaidekadoros | |Transliteration C=ekkaidekadoros | ||
|Beta Code=e(kkaideka/dwros | |Beta Code=e(kkaideka/dwros | ||
|Definition= | |Definition=ἑκκαιδεκάδωρον, [[sixteen palms long]], 11.4.109. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑκκαιδεκάδωρον, sixteen palms long, 11.4.109.
Spanish (DGE)
-ον
de dieciséis palmos κέρα Il.4.109, cf. 2 δῶρον.
German (Pape)
[Seite 761] von sechszehn Handbreiten, Il. 4, 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de seize palmes.
Étymologie: ἑκκαίδεκα, δῶρον².
Russian (Dvoretsky)
ἑκκαιδεκάδωρος: протяжением или размером в шестнадцать доров (δῶρον = 7.77 см) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκκαιδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δεκαὲξ παλαμῶν, «ἑκκαίδεκα παλαιστῶν˙ δῶρον γὰρ καλεῖται ἡ παλαιστή, ἥ ἐστιν ἔκτασις τῆς χειρὸς τῶν τεσσάρων δακτύλων» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 109.
English (Autenrieth)
sixteen palms (δῶρα) long, of the horns of a wild goat, Il. 4.109†.
Greek Monolingual
ἑκκαιδεκάδωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλαμών.
Greek Monotonic
ἑκκαιδεκάδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που έχει μήκος δεκαέξι παλάμες, σε Ομήρ. Ιλ.