πλάγος: Difference between revisions
From LSJ
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plagos | |Transliteration C=plagos | ||
|Beta Code=pla/gos | |Beta Code=pla/gos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], εος, τό, [[side]], Dor. word, ''Tab.Heracl.''1.66. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.
Greek (Liddell-Scott)
πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.
Greek Monotonic
πλάγος: τό, πλευρά, αρχ. Δωρ. λέξη.