μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metapayomai
|Transliteration C=metapayomai
|Beta Code=metapau/omai
|Beta Code=metapau/omai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rest between-whiles]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο <span class="bibl">Il.17.373</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. gen., [[cease from]], ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης <span class="bibl">Opp. <span class="title">H.</span>1.115</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[rest between-whiles]], μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.<br><span class="bld">II</span> c. gen., [[cease from]], ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. ''H.''1.115.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373.
II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Mid. to rest between-whiles, Il.