φανερόφιλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fanerofilos | |Transliteration C=fanerofilos | ||
|Beta Code=fanero/filos | |Beta Code=fanero/filos | ||
|Definition= | |Definition=φανερόφιλον, [[open friend]], opp. [[φανερομισής]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1124b27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
φανερόφιλον, open friend, opp. φανερομισής, Arist.EN1124b27.
German (Pape)
[Seite 1254] offen in der Liebe, Freundschaft, ein offener, unverhohlener Freund, Gegensatz von φανερόμισος, Arist. eth. Nicom. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ouvertement ami, ami déclaré.
Étymologie: φανερός, φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φᾰνερόφῐλος: откровенно дружеский Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰνερόφῐλος: -ον, ὁ φανερῶς ἀγαπῶν, φανερὸς φίλος, πρβλ. φανερόμισος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου τα φιλικά αισθήματα για κάποιον είναι έκδηλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + φίλος (πρβλ. χρηστόφιλος)].
Greek Monotonic
φᾰνερόφῐλος: -ον, αυτός που αγαπά φανερά ανοιχτός φίλος, σε Αριστ.