σπερματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spermatodis
|Transliteration C=spermatodis
|Beta Code=spermatw/dhs
|Beta Code=spermatw/dhs
|Definition=σπερματώδες,<br><span class="bld">A</span> [[like seed]], Sch.Nic.''Al.''253; <b class="b3">σ. κίνησις</b> the action [[of a sower]], [[varia lectio|v.l.]] for [[σπασματώδης]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span> [[germinant]], metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); [[in the germ]], [[undeveloped]], Artem.4 ''Prooemia'' (Comp.).
|Definition=σπερματῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like seed]], Sch.Nic.''Al.''253; <b class="b3">σ. κίνησις</b> the action [[of a sower]], [[varia lectio|v.l.]] for [[σπασματώδης]] ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">II</span> [[germinant]], metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); [[in the germ]], [[undeveloped]], Artem.4 ''Prooemia'' (Comp.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτώδης Medium diacritics: σπερματώδης Low diacritics: σπερματώδης Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: spermatṓdēs Transliteration B: spermatōdēs Transliteration C: spermatodis Beta Code: spermatw/dhs

English (LSJ)

σπερματῶδες,
A like seed, Sch.Nic.Al.253; σ. κίνησις the action of a sower, v.l. for σπασματώδης (q.v.).
II germinant, metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); in the germ, undeveloped, Artem.4 Prooemia (Comp.).

German (Pape)

[Seite 920] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτώδης: производящий семя (κίνησις Arst. - v.l. σπασματώδης).

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σπόρον, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 252· σπ. κίνησις, ἡ κίνησις τοῦ σπέρματος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ σπασματώδης παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ὁ ἐν σπέρματι ἔτι ὤν, μεταφορ., Χαρώνδ. παρὰ Στοβ. 289 ἐν τέλ.· ὁ ἐν σπέρματι, ἀνανάπτυκτος, στοιχειώδης, Ἀρτεμίδ. 4, ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση του σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.