ἄπαρνος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparnos | |Transliteration C=aparnos | ||
|Beta Code=a)/parnos | |Beta Code=a)/parnos | ||
|Definition=ἄπαρνον, ([[ἀρνέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[denying utterly]], ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., <b class="b3">ἄ. οὐδενὸς καθίστατο</b> she [[denied]] nothing, S.''Ant.''435.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[denied]], <b class="b3">ᾇ.. οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει</b> to whom nothing is [[denied]], A.''Supp.''1039 (lyr.). | |Definition=ἄπαρνον, ([[ἀρνέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[denying utterly]], ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν [[Herodotus|Hdt.]]3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., <b class="b3">ἄ. οὐδενὸς καθίστατο</b> she [[denied]] nothing, S.''Ant.''435.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[denied]], <b class="b3">ᾇ.. οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει</b> to whom nothing is [[denied]], A.''Supp.''1039 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
ἄπαρνον, (ἀρνέομαι)
A denying utterly, ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., ἄ. οὐδενὸς καθίστατο she denied nothing, S.Ant.435.
II Pass., denied, ᾇ.. οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει to whom nothing is denied, A.Supp.1039 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 negado ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega A.Supp.1039.
2 que niega c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada S.Ant.435
•c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.
German (Pape)
[Seite 280] (ἀρνέομαι), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als ἔξαρνος, verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nie, gén. : ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;
2 refusé à, τινι.
Étymologie: ἀπαρνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαρνος:
1 отвергающий, отрицающий: ἄ. οὐδενὸς καθίστατο Soph. он(а) ничего не стал(а) отрицать; ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Her. он утверждает, что не болен;
2 отклоняющий, отказывающий(ся) (τινι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαρνος: -ον, (ἀρνέομαι) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, ἤτοι οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.
Greek Monolingual
ἄπαρνος, -ον (Α)
1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι
2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)].
Greek Monotonic
ἄπαρνος: -ον (ἀρνέομαι), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι άρρωστος, σε Ηρόδ.· με γεν., ἄπαρνος οὐδενός, δεν απαρνείται τίποτε, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἀρνέομαι
denying utterly, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν he denies that he is ill, Hdt.: c. gen., ἄπαρνος οὐδενός denying nothing, Soph.