ἐπαναβληδόν: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanavlidon | |Transliteration C=epanavlidon | ||
|Beta Code=e)panablhdo/n | |Beta Code=e)panablhdo/n | ||
|Definition=Adv. [[thrown over]], ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα.. ἐ. φορέουσι Hdt.2.81; cf. [[ἐπαμβλήδην]]. | |Definition=Adv. [[thrown over]], ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα.. ἐ. φορέουσι [[Herodotus|Hdt.]]2.81; cf. [[ἐπαμβλήδην]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Adv. thrown over, ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα.. ἐ. φορέουσι Hdt.2.81; cf. ἐπαμβλήδην.
German (Pape)
[Seite 899] 1) darüber umgeworfen, ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα ἐπ. φορέουσι Her. 2, 81. – 2) mit einem Vorspiele, Hesych.
French (Bailly abrégé)
adv.
en jetant par-dessus ; en guise de surtout.
Étymologie: ἐπαναβάλλω, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναβληδόν: adv. поверх, внакидку: ἐπὶ τούτοισι εἵματα λευκὰ ἐ. φορέουσι Her. поверх этих (рубах египтяне) носят белые плащи.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναβληδόν: Ἐπίρρ., κοινῶς «ῥιχτά», ἐρριμμένα ἐπάνω, ἐπὶ τοῖς κιθῶσι εἰρίνεα εἵματα... ἐπαναβληδὸν φορέουσι Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. ἐπαναβάλλω Ι. ΙΙ. ποιητ. ἐπαμβληδὸν καὶ -βλήδην· «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)
επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη- (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε-βλή-θην) + κατάλ. -δον, που δηλώνει τρόπο].
Greek Monotonic
ἐπαναβληδόν: επίρρ., ριγμένα, παρατημένα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
thrown over, Hdt.