σπάταλος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σπάταλος]], -ον, ΝΜΑ, και [[σπαταλός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που δαπανά, που ξοδεύει [[χωρίς]] [[μέτρο]], [[χωρίς]] [[φειδώ]], ασυλλόγιστα, [[πολυδάπανος]], [[πολυέξοδος]] (α. «[[είναι]] [[σπάταλος]], δεν του μένει [[δραχμή]]» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[σπατάλη]] («σπάταλη [[διαχείριση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπάταλα</i> Ν<br />με [[σπατάλη]], [[χωρίς]] [[φειδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. της λ. [[σπατάλη]].
|mltxt=-η, -ο / [[σπάταλος]], -ον, ΝΜΑ, και [[σπαταλός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που δαπανά, που ξοδεύει [[χωρίς]] [[μέτρο]], [[χωρίς]] [[φειδώ]], ασυλλόγιστα, [[πολυδάπανος]], [[πολυέξοδος]] (α. «[[είναι]] [[σπάταλος]], δεν του μένει [[δραχμή]]» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[σπατάλη]] («σπάταλη [[διαχείριση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπάταλα</i> Ν<br />με [[σπατάλη]], [[χωρίς]] [[φειδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. της λ. [[σπατάλη]].
}}
{{trml
|trtx====[[spendthrift]]===
Arabic: مُسْرِف‎, مُبَذِّر‎; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: [[verkwistend]], [[spilziek]], [[verspillend]]; Finnish: tuhlaavainen; French: [[dépensier]], [[prodigue]]; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: [[verschwenderisch]]; Greek: [[άσωτος]], [[σπάταλος]]; Ancient Greek: [[ἄσωτος]], [[δαπανητής]], [[ἐκχύτης]], [[ἐξοδιαστής]], [[ἐπαναλωτής]], [[πατροφάγος]], [[σκορπιστής]]; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Portuguese: [[gastador]]; Russian: [[расточительный]]; Spanish: [[pródigo]], [[manirroto]]; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu
}}
}}

Revision as of 05:52, 17 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάτᾰλος Medium diacritics: σπάταλος Low diacritics: σπάταλος Capitals: ΣΠΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: spátalos Transliteration B: spatalos Transliteration C: spatalos Beta Code: spa/talos

English (LSJ)

[σπᾰ], ον wanton, lascivious, κλέμματα AP5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. Eus.PE6.10, Eust.1437.22, etc., cf. Sm.De. 28.54, AP5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]

Greek (Liddell-Scott)

σπάτᾰλος: -ον, ἀκόλαστος, φιλήδονος, κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.

Greek Monolingual

-η, -ο / σπάταλος, -ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, -ή, -όν, Α
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν του μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από σπατάλη («σπάταλη διαχείριση»).
επίρρ...
σπάταλα Ν
με σπατάλη, χωρίς φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. της λ. σπατάλη.

Translations

spendthrift

Arabic: مُسْرِف‎, مُبَذِّر‎; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: άσωτος, σπάταλος; Ancient Greek: ἄσωτος, δαπανητής, ἐκχύτης, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, πατροφάγος, σκορπιστής; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu