ἀήθεια: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
mNo edit summary |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. [[ἀηθείη]], jón. [[ἀηθίη]]; [[ἀηθία]] E.<i>Hel</i>.418, <i>EM</i> 462.14G.<br /><b class="num">1</b> [[falta de costumbre]] εἰς ἀήθειαν πίπτει E.<i>Hel</i>.418, ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃ <i>Batr</i>.(l) 72, τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίης Hp.<i>Morb.Sacr</i>.12.2, ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται A.R.2.1064<br /><b class="num">•</b>[[carácter insólito]], [[rareza]] c. gen. subjet. τῶν λεχθέντων Pl.<i>Ti</i>.18c, τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳ Aristid.<i>Or</i>.50.7.<br /><b class="num">2</b> con gen. obj. [[inexperiencia]], [[desconocimiento]] του [[κακοπραγέω|κακοπραγεῖν]] Th.4.55, τόλμης Plu.2.784d, τῆς πτήσεως <i>Gp</i>.15.2.33, [[ὑπὸ ἀηθείας]] = [[por inexperiencia]]</i> Pl.<i>Tht</i>.175d, Luc.<i>DMar</i>.6.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:20, 27 September 2023
English (LSJ)
Ion. ἀηθίη [ι- metri gr.], ἡ, (ἀήθης) unaccustomedness, novelty of a situation, Batr.72,Pl.Ti.18c; ἀ. τινος inexperience of a thing, Th.4.55; ὑπὸ ἀηθείας from inexperience, Pl.Tht.175d; δι' ἀήθειαν (cod. ἀλήθ-) Aen.Tact.38.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. ἀηθείη, jón. ἀηθίη; ἀηθία E.Hel.418, EM 462.14G.
1 falta de costumbre εἰς ἀήθειαν πίπτει E.Hel.418, ἐν δέ οἱ ἦτορ πάλλετ' ἀηθείῃ Batr.(l) 72, τὰ δὲ παιδάρια ... πίπτουσιν ... ὑπὸ ἀηθίης Hp.Morb.Sacr.12.2, ὄφρα κολῳὸν ἀηθείῃ φοβέωνται A.R.2.1064
•carácter insólito, rareza c. gen. subjet. τῶν λεχθέντων Pl.Ti.18c, τι θαυμαστὸν ἀηθείᾳ Aristid.Or.50.7.
2 con gen. obj. inexperiencia, desconocimiento του κακοπραγεῖν Th.4.55, τόλμης Plu.2.784d, τῆς πτήσεως Gp.15.2.33, ὑπὸ ἀηθείας = por inexperiencia Pl.Tht.175d, Luc.DMar.6.2.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, Ungewohntheit, Batrach. 72; Plat. Theaet. 175 d; τοῦ κακοπραγεῖν Thuc. 4, 55; oft Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque d'habitude, inexpérience.
Étymologie: ἀήθης.
Russian (Dvoretsky)
ἀήθεια: ион. ἀηθείη ἡ непривычка, непривычность Batr., Plut.: ἀ. τινος Thuc. непривычка к чему-л.; ὑπὸ ἀηθείας Plat. с непривычки.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήθεια: Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, (ἀήθης), ἡ καινότης καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = ἀπειρία· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. ἀηθία.
Greek Monotonic
ἀήθεια: Ιων. -ίη [ῑ], ἡ (ἀήθης), έλλειψη συνήθειας, το πρωτόγνωρο κάποιας κατάστασης, σε Βατραχομ.· ἀήθειά τινος, απειρία σε κάτι, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀήθης
unaccustomedness, Batr.; ἀήθ. τινος inexperience of a thing, Thuc.