θηρομιγής: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] ές, = [[θηριομιγής]]; φῦλα, von den Centauren, Opp. C. 2, 6; [[ὠρυγή]] Plut. Mar. 20, verworrenes Geheul von wilden | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1210.png Seite 1210]] ές, = [[θηριομιγής]]; φῦλα, von den Centauren, Opp. C. 2, 6; [[ὠρυγή]] Plut. Mar. 20, verworrenes Geheul von wilden Tieren. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 05:30, 27 October 2023
English (LSJ)
θηρομιγές, half-beast, φῦλα θ., of centaurs, Opp.C.2.6; θ. τις ὠρυγή a cry as of beasts, Plu.Mar. 20.
German (Pape)
[Seite 1210] ές, = θηριομιγής; φῦλα, von den Centauren, Opp. C. 2, 6; ὠρυγή Plut. Mar. 20, verworrenes Geheul von wilden Tieren.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tient de la nature des bêtes sauvages.
Étymologie: θήρ, μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
θηρομῐγής: полузвериный, звероподобный (ὠρυγή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θηρομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θηρίον, φῦλα θηρ., περὶ τῶν Κενταύρων, Ὀππ. Κυν. 2. 6· - θηρ. τις ὠρυγή, κραυγὴ ὡς ἡ τῶν θηρίων, Πλούτ. Μαρ. 30.
Greek Monolingual
θηρομιγής, -ές (Α)
1. (για τους Κενταύρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θηρίο
2. όμοιος με τών θηρίων («θηρομιγής ὠρυγή» — κραυγή που μοιάζει με αυτήν του θηρίου, Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -μιγής (πρβλ. αμιγής, συμμιγής)].
Greek Monotonic
θηρομῐγής: -ές (μίγνυμι), αυτός που είναι κατά το ήμισυ ζώο· θηρομιγής τις ὠρυγή, κραυγή όμοια με αυτή των ζώων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
θηρο-μῐγής, ές μίγνυμι
half-beast, θηρ. τις ὠρυγή a cry as of beasts, Plut.