ζημιωτής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|mltxt=ο (AM [[ζημιωτής]]) [[ζημιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[ζημιά]], [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[δήμιος]] («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], [[τιμωρία]]. | |mltxt=ο (AM [[ζημιωτής]]) [[ζημιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[ζημιά]], [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[δήμιος]] («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], [[τιμωρία]]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | |||
|trtx= |
Revision as of 09:12, 6 November 2023
English (LSJ)
ζημιωτοῦ, ὁ, one who punishes, Sch.rec.A.Pr.77; executioner, Eust.1833.53.
German (Pape)
[Seite 1139] ὁ, der Bestrafende, Eust.; Schol. Aesch. Prom. 77.
Greek (Liddell-Scott)
ζημιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβάλλων ποινάς, τιμωρός, Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 77· - δήμιος, Εὐστ. 1833. 53.
Greek Monolingual
ο (AM ζημιωτής) ζημιώ
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη
μσν.
ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία.
{{trml |trtx=