ἀκαριαῖος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
mNo edit summary |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akariaios | |Transliteration C=akariaios | ||
|Beta Code=a)kariai=os | |Beta Code=a)kariai=os | ||
|Definition=ἀκαριαία, ἀκαριαῖον, ([[ἀκαρής]]) [[momentary]], [[brief]], πλοῦς D.56.30, cf. Arist. ''HA''590a3, Phld.''Ir.''p.80 W., etc.; [[τὸ ἀκαριαῖον]] = [[instant]] S.E.''P.''3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.''Harm.''p.55 M. Adv. [[ἀκαριαίως]] = [[in an instant]] Alciphr.1.39 (cj). | |Definition=ἀκαριαία, ἀκαριαῖον, ([[ἀκαρής]]) [[momentary]], [[brief]], πλοῦς D.56.30, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''590a3, Phld.''Ir.''p.80 W., etc.; [[τὸ ἀκαριαῖον]] = [[instant]] S.E.''P.''3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.''Harm.''p.55 M. Adv. [[ἀκαριαίως]] = [[in an instant]] Alciphr.1.39 (cj). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:54, 24 November 2023
English (LSJ)
ἀκαριαία, ἀκαριαῖον, (ἀκαρής) momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist.HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀκαριαῖον = instant S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. ἀκαριαίως = in an instant Alciphr.1.39 (cj).
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
•subst. τὸ ἀκαριαῖον = instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. ἀκαριαίως = en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.
• Etimología: Cf. ἀκαρής.
German (Pape)
[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
très petit.
Étymologie: ἀ, κείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰριαῖος: (ᾰκ) весьма малый, незначительный (πλοῦς Dem.; μόριον Arst.; λίθος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).
Greek Monolingual
-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῖος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.
Greek Monotonic
ἀκαριαῖος: -α, -ον (ἀκαρής), στιγμιαίος, σύντομος, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἀκαρής
momentary, brief, Dem., etc.
Mantoulidis Etymological
(=στιγμιαῖος). Ἀπό τό ἀκαρής τοῦ κείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κείρω.