διτάλαντος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐ-τάλαντος, ον <i>adj</i> [[τάλαντον]]<br />[[worth]] or [[weighing]] two talents, Hdt.: costing two talents, Dem.
|mdlsjtxt=δῐ-τάλαντος, ον <i>adj</i> [[τάλαντον]]<br />[[worth]] or [[weighing]] two talents, Hdt.: costing two talents, Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[worth two talents]]
}}
}}

Revision as of 11:28, 4 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐτᾰ́λαντος Medium diacritics: διτάλαντος Low diacritics: διτάλαντος Capitals: ΔΙΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: ditálantos Transliteration B: ditalantos Transliteration C: ditalantos Beta Code: dita/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον, weighing two talents, σταθμός Hdt.1.50, 2.96; worth two talents, δ. εἶχες ἔρανον D.18.312; οἶκοι δ. Id.27.64: neut. as substantive, δ. ἀργυρίου LXX 4 Ki.5.23.

Spanish (DGE)

-ον
1 que pesa dos talentos ἡμιπλίνθια Hdt.1.50, λίθος Hdt.2.96, πλίνθοι D.S.16.56, πανοπλία Plu.Demetr.21, ὁλκή Luc.Nau.20, ἐκπώματα Luc.Nau.39.
2 que vale dos talentos διτάλαντον δ' εἶχες ἔρανον D.18.312, οἶκοι D.27.64, φίλημα Luc.DMort.20.3
de dos talentos μισθός Philostr.VS 525
neutr. subst. δ. ἀργυρίου LXX 4Re.5.23, cf. Poll.9.54, δραχμῶν δ. TAM 3.798.15 (Termeso II d.C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pèse ou vaut deux talents.
Étymologie: δίς, τάλαντον.

Russian (Dvoretsky)

διτάλαντος:
1 весом в два таланта (λίθος Her.; πανοπλία Plut.);
2 стоимостью в два таланта (οἶκος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐτάλαντος: -ον, ἀξίζων ἢ ζυγίζων δύο τάλαντα, Ἡρόδ. 1. 50., 2. 96· δ. εἶχες ἔρανον Δημ. 329. 17.

Greek Monolingual

διτάλαντος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος δύο ταλάντων
2. αυτός που αξίζει δύο τάλαντα
3. το ουδ. ως ουσ. το διτάλαντον
δύο τάλαντα.

Greek Monotonic

δῐτάλαντος: -ον (τάλαντον), αυτός που αξίζει ή ζυγίζει δύο τάλαντα, σε Ηρόδ.· αυτός που στοιχίζει δύο τάλαντα, σε Δημ.

Middle Liddell

δῐ-τάλαντος, ον adj τάλαντον
worth or weighing two talents, Hdt.: costing two talents, Dem.