explícitamente: Difference between revisions
From LSJ
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀναπεπταμένως]], [[ἀνειλιγμένως]], [[διαρρήδην]], [[ἐπιρρήδην]], [[ἐπιῤῥήδην]], [[περιγεγραμμένως]], [[ | |sltx=[[ἀμφαδόν]], [[ἀμφανδόν]], [[ἀναπεπταμένως]], [[ἀναφανδόν]], [[ἀνειλιγμένως]], [[ἀπαρακαλύπτως]], [[ἀποπεφασμένως]], [[ἀπροφασίστως]], [[διαρρήδην]], [[ἐκδήλως]], [[ἐκδοχικῶς]], [[ἐκφανῶς]], [[ἐμφανέως]], [[ἐμφανῶς]], [[ἐνδήλως]], [[ἐνεργείᾳ]], [[ἐνωπῇ]], [[ἐπιδήλως]], [[ἐπιπολῆς]], [[ἐπιρρήδην]], [[ἐπιῤῥήδην]], [[ἐπιφανῶς]], [[ἑτοίμως]], [[καταφανῶς]], [[ὁρατῶς]], [[περιγεγραμμένως]], [[περιφανῶς]], [[πεφασμένως]], [[προδήλως]], [[προφανῶς]], [[σαφέως]], [[σαφῶς]], [[φανερῶς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 22 January 2024
Spanish > Greek
ἀμφαδόν, ἀμφανδόν, ἀναπεπταμένως, ἀναφανδόν, ἀνειλιγμένως, ἀπαρακαλύπτως, ἀποπεφασμένως, ἀπροφασίστως, διαρρήδην, ἐκδήλως, ἐκδοχικῶς, ἐκφανῶς, ἐμφανέως, ἐμφανῶς, ἐνδήλως, ἐνεργείᾳ, ἐνωπῇ, ἐπιδήλως, ἐπιπολῆς, ἐπιρρήδην, ἐπιῤῥήδην, ἐπιφανῶς, ἑτοίμως, καταφανῶς, ὁρατῶς, περιγεγραμμένως, περιφανῶς, πεφασμένως, προδήλως, προφανῶς, σαφέως, σαφῶς, φανερῶς